Σιδωνιάς

Σιδώνιος

Σιδωνίς
Σιδώνιος, α, ον [σῑ] de Sidon, Sidonien, Hdt. 7, 89 ; 8, 67, etc. ; Soph. fr. 756 Dind. etc.
Étym. Σιδών.
Σιδώνιος, ου () Sidônios, sophiste, Luc. Demon. 14.