Σικανικός

Σικανός

σικάριος
Σικανός, οῦ () [ῐᾰ] habitant de la Sicanie (v. Σικανία), Thc. 6, 2 ; Call. Dian. 57.
Étym. Σικανία.
Σικανός, οῦ () Sikanos :
1 général syracusain, Thc. 6, 73 ||
2 fl. d’Ibérie, Thc. 6, 2.