Σικελίηθεν

Σικελικός

Σικελικῶς
Σικελικός, ή, όν [σῐ] de Sicile, Sicilien, Thc. 4, 24, 53 ; 7, 85, etc. ; Plat. Rsp. 404d ; Ar. Vesp. 838, etc. ; τὸ Σικελικόν, la puissance sicilienne, Thc. 8, 2, ou la mer de Sicile, Ath. 4c, etc. ; τὰ Σικελικά, vêtements siciliens, Plut. Alex. 32 ||
E [σῑ] par nécess. prosod. Bion 1, 8.
Étym. Σικελία.