Σικελικῶς

Σικελιώτης

Σικελιωτικός
Σικελιώτης, ου () [σῑ] Sicilien, habitant grec de Sicile, Thc. 3, 90, etc. ; Xén. Hell. 2, 2, 24, etc.
Étym. Σικελία.