σικιννοτύρϐη

Σίκινος

σίκλον
Σίκινος, ου () [ῐῐ] Sikinos, fils de Thoas, A. Rh. 1, 625.
Σίκινος, ου () [ῐῐ] Sikinos (auj. Síkinos) î. de la mer Égée, A. Rh. 1, 624, etc.