Σικυωνικός

Σικυώνιος

Σικυώνοθε
Σικυώνιος, α, ον [σῐ] Sicyonien, Hdt. 6, 92 ; Thc. 1, 28 ; Xén. Hell. 3, 1, 18 ; ἡ Σικυωνία γῆ, Paus. 2, 6, 5 ; ou abs. ἡ Σ. Plut. Cleom. 19, etc. le territoire de Sicyone ; οἱ Σικυώνιοι, Hdt. 5, 67, etc. ; Thc. 1, 108, etc. ; Xén. Hell. 4, 2, 16, etc. les Sicyoniens ; Σικυωνία ἐμϐάς, Luc. Rh. præc. 15, chaussure de femme à la mode sicyonienne ; τὰ Σικυώνια (s. e. ὑποδήματα) Ath. 155c, etc. m. sign.
Étym. Σικυών.