σίμωμα

Σίμων

Σιμώνη
Σίμων, ωνος () []
1 Simon, h. Ar. Nub. 351, 399 ; Eq. 242 ; Xén. Eq. 1, 1, etc. ||
2 coup au jeu de dés, Eub. 3, 232 Meineke.