Σιμώνη

Σιμωνίδειος

Σιμωνίδης
Σιμωνίδειος, α, ον [ῐῐ] de Simonide, DH. Comp. 26, p. 428 Schæf. ; Plut. M. 515a, 1137f.
Étym. Σιμωνίδης.