Σίνων

Σινωπεύς

Σινώπη
Σινωπεύς, έως () [] habitant de Sinope, Sim. fr. 118 Bgk ; Xén. An. 4, 8, 22 ; 5, 3, 2, etc. ||
E Voc. -εῦ, Luc. D. mort. 24, 1.
Étym. Σινώπη.