σίζω

Σιθόνιος

Σιθονίς
Σιθόνιος, α, ον [σῑ] de Sithôn, Nonn. D. 3, 217, etc. ; ἡ Σιθονία, c. Σιθωνίη, Nonn. D. 3, 40 ; Euphor. fr. 55.
Étym. Σιθών.