Σκάμανδρος

Σκαμανδρώνυμος

σκαμϐός
Σκαμανδρ·ώνυμος, ου () [κᾰῠ] Skamandrônymos, père de Sappho, Hdt. 2, 136 ; El. V.H. 12, 19.
Étym. Σκάμανδρος, ὄνομα.