Σκειρωνικός

Σκειρωνίς

σκελέαι
Σκειρωνίς, ίδος [ῐδ] adj. f. : ὁδός, Hdt. 8, 11, le chemin de Skeirôn (Sciron) vers les Roches Scironiennes ; Σκειρωνίδες πέτραι, Eur. Hipp. 979, Her. 860 ; Str. 380, 391 ; ou subst. αἱ Σκειρωνίδες, Pol. 16, 16, etc. les Roches Scironiennes, près de Mégare ; v. Σκείρων et Σκίρων.