σκιώδως

Σκιωναῖος

Σκιώνη
Σκιωναῖος, ου, adj. m. de Skiônè, Hdt. 8, 8, 128 ; Thc. 4, 120, etc. ; Isocr. 4, 100, etc. Baiter-Sauppe.
Étym. Σκιώνη.