Σκίρων

Σκιρωνίδης

Σκιρωνικός
Σκιρωνίδης, ου () [ῑῐ] Skirônidès, h. Thc. 8, 25, 54 ; Dém. 58, 17 Baiter-Sauppe.
Étym. patr. du préc.