Σκίταλοι

Σκίτων

σκίφη
Σκίτων, ωνος () Skitôn, litt. « libertin, » h. Hdt. 3, 130 ; Dém. 21, 182 Baiter-Sauppe ; p. ext. vaurien, Phérécr. (Com. fr. 2, 353).
Étym. Σκίταλοι.