σκοτοεργός

Σκοτόεσσα

σκοτόμαινα
Σκοτόεσσα, p. contr. Σκοτοῦσσα, ης () Skotoussa, litt. « la Sombre », v. de Thessalie, Plut. Cæs. 43, etc. ||
E Σκοτόεσσα, Poèt. (Paus. 7, 27, 6).
Étym. fém. de σκοτόεις ; cf. Σκοτουσσαῖος.