Σκυλλητικός

Σκυλλητῖνος

Σκυλλίης
Σκυλλητῖνος, η, ον [] de Skyllètium ; ὁ σκ. Arstt. Vent. p. 973b 14 ; fr. 250 Rose, autre n. du vent ἰάπυξ.