σκύπφος

Σκύριος

Σκυρμιάδαι
Σκύριος, α, ον [] de Scyros ; οἱ Σκύριοι, Pd. fr. 73, etc. ; Hdt. 7, 183, etc. les habitants de Scyros.
Étym. Σκῦρος.