Σκυθίηνδε

Σκυθικός

Σκυθικῶς
Σκυθικός, ή, όν [] de Scythie, de Scythe, Hdt. 7, 105, etc. ; Eschl. Ch. 160, etc. ; ἡ Σκυθική (s. e. γῆ) Hdt. 4, 5, etc. ; Plat. Rsp. 435e, etc. la Scythie ; τὸ Σκυθικόν, Zos. 4, 20, la race des Scythes ; αἱ Σκυθικαί (s. e. κρηπῖδες ou ἐμϐάδες) Alc. 103 (90), chaussures à la mode des Scythes.
Étym. Σκύθης.