Σμικρής

Σμικρίνης

Σμικρίων
Σμικρίνης, ου () Smikrinès, c. à d. l’avare, personnage de la nouvelle comédie, Mén. 4, 91, 120 Meineke ; Alciphr. 3, 43.
Étym. σμικρός.