Σμικύθης

Σμικυθίων

Σμίκυθος
Σμικυθίων, ωνος () [ῑῠ] Smikythiôn, h. Ar. Vesp. 401, Eccl. 46 ; Dém. 23, 169 Baiter-Sauppe.
Étym. dim. du suiv.