σμυρναῖος

Σμυρναῖος

σμυρνεῖον
Σμυρναῖος, α, ον, de Smyrne en Ionie, Pd. fr. 218 ; οἱ Σμ. Hdt. 1, 143, 150, etc. les habitants de Smyrne.
Étym. Σμύρνα.