Σουνιακός

Σουνιάρατος

Σουνιέρακος
Σουνι·άρατος, ος, ον [ᾰᾱ] honoré à Sounion, altéré en Σουνιέρακος, p.-ê. avec jeu de mots sur ἱέραξ, faucon, épervier de Sounion, Ar. Eq. 560, Av. 869.
Étym. Σούνιον, ἀράομαι.