Σούσιος

Σουσίς

Σουσισκάνης
Σουσίς, ίδος, adj. f. de Suse, Xén. Cyr. 4, 6, 11 ; subst. ἡ Σ. Eschl. Pers. 119, 557, la province de Suse, la Susiane.
Étym. Σοῦσα.