σφυροκόπος

Σφυρόμαχος

σφυρόν
Σφυρό·μαχος, ου () [ῠᾰ] Sphyromakhos, h. Ar. Eccl. 22 (corr. Φυρόμαχος).
Étym. σφυρόν, μάχομαι.