Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στενόω-ῶ
Στεντόρειος
Στεντορὶς λίμνη
Στεντόρειος,
α, ον,
de Stentor,
Arstt.
Pol.
7, 4, 7 ;
Arstd.
t. 2, 28
.
Étym.
Στέντωρ
.