Σθενελαΐς

Σθενέλαος

Σθενέλειος
Σθενέ·λαος, ου () [] Sthénélaos :
1 Troyen, Il. 16, 586 ||
2 éphore lacédémonien, Xén. Hell. 2, 2, 2.
Étym. σθένος, λαός.