Στρατοκλείδης

Στρατοκλῆς

Στρατόλα
Στρατο·κλῆς, έους () [] Stratoklès, h. Xén. An. 4, 2, 28 ; Dém. 43, 42 Baiter-Sauppe, etc. ||
E Acc. -έα, par contr. -ῆ, Mach. (Ath. 135b).
Étym. στρ. κλέος.