Στρατονίκειος

Στρατονίκη

Στρατόνικος
Στρατο·νίκη, ης () [ᾰῑ] Stratonikè (Stratonice) Hés. fr. 70 Göttling ; Thc. 2, 101 ; Ar. Th. 807 ; Plut. Demetr. 2, etc.
Étym. στρ. νίκη.