Στρατυλλίς

Στράτων

στρατωνίδης
Στράτων, ωνος () [] Stratôn, h. Ar. Ach. 122, Eq. 1374, Av. 942 ; Dém. 21, 83 Baiter-Sauppe, etc.
Étym. στρατός.