στρεψαύχην

Στρεψιάδης

στρεψίκερως
Στρεψιάδης, ου () [] Strepsiadès, h. Pd. I. 7, 31 ; Ar. Nub. 1206, etc. ||
E Voc. Στρεψιάδη, par exc. Στρεψίαδες, Ar. l. c. Dor. Στρεψιάδας [δᾱ] Pd. l. c.