στήλη

Στήλη

στηλῆτις
Στήλη, ης, au pl. Στῆλαι, ῶν (αἱ) n. géogr. : Ἡρακλέους ou Ἡράκλειοι Στῆλαι (v. Ἡρακλῆς, Ἡράκλειος).
Étym. ἵστημι.