Σηστιάς

Σήστιος

Σηστιώδης
Σήστιος, α, ον, de Sestos, Dém. 23, 160 Baiter-Sauppe ; Plut. Lys. 14.
Étym. Σηστός.
Σήστιος, ου () = lat. Sextius, n. d’h. rom. Plut. Cic. 26, etc.