Σωφηνοί

Σώφιλος

σωφρονεστέρως
Σώφιλος, ου () Sôphilos :
1 poète de la moyenne comédie ||
2 autres, Dém. 18, 187 Baiter-Sauppe, etc.
Étym. σῶς, φίλος.