Σωσίπτολις

Σῶσις

Σωσίστρατος
Σῶσις, ιδος () [ῐδ] Sôsis, h. Xén. An. 1, 2, 9 ; Plut. Dio. 34 ; Anth. 6, 118.
Étym. σῴζω.