Ταλθυϐιάδαι

Ταλθύϐιος

ταλίκος
Ταλθύ·ϐιος, ου () [] Talthybios, héraut d’Agamemnon, Il. 1, 320 ; 19, 196, etc. ; Hdt. 7, 137 ; Eur. I.A. 95, 1563, etc.
Étym. p. *Θαλεθόϐιος, de θάλλω, βίος, « à la vie florissante ».