Ταμάσιος

Τάμασος

Ταμάσσιος
Τάμασος, ου, ou Ταμασσός, οῦ (genre inconnu) [ᾰᾱ] Tamasos ou Tamassos, v. de l’î. de Chypre, Nonn. D. 13, 445, etc.