τάφιος

Τάφιος

τἀφόδια
Τάφιος, α, ον [] de Taphos, Od. 15, 427 ; 16, 426 ; Eur. I.A. 284, etc. ; οἱ Τ. Od. 1, 181 ; 17, 426, les habitants de Taphos.
Étym. Τάφος.