τάρανδος

Ταραντιναρχία

ταραντινίδιον
Ταραντιν·αρχία, ας () [τᾰτῑ] escadron de 256 cavaliers, Arr. Tact. 18, 3.
Étym. Ταραντῖνοι, ἄρχω.