Ταρτάριος

Ταρταρόπαις

Τάρταρος
Ταρταρό·παις, gén. -παιδος (ὁ, ἡ) [ᾰρο] enfant du Tartare, Orph. Arg. 975.
Étym. Τάρταρος, παῖς.