ταυρηδόν

Ταυρικός

Ταυρίων
Ταυρικός, ή, όν, de la Tauride, Hdt. 4, 3, 99, etc. ; Τ. γῆ, Eur. I.T. 1454 ; ou Τ. χθών, Eur. I.T. 85, etc. ; ou subst. ἡ Ταυρική, Hdt. 4, 20, 99, 100 ; Luc. D. deor. 23, 1, etc. la Tauride ou Chersonèse Taurique (auj. Crimée).
Étym. Ταῦροι.