Ταῦρος

Ταυροσθένης

ταυροσφαγέω-ῶ
Ταυρο·σθένης, ους () Taurosthénès, h. Eschn. 3, 85, 87 ; Din. 1, 44 Baiter-Sauppe ; El. V.H. 9, 2.
Étym. τ. σθένος.