Τεγεατικός

Τεγεᾶτις

Τεγέη
Τεγεᾶτις, ιδος, adj. f. de Tégée, Xén. Hell. 6, 5, 16 ; subst. ἡ Τ. (s. e. χώρα) Thc. 5, 65, le territoire de Tégée.
Étym. Τεγέα.