Τελαμών

Τελαμωνιάδης

τελαμωνίδιον
Τελαμωνιάδης, ου () [ᾰᾰ] fils de Télamon, c. à d. Ajax, Il. 13, 709, etc. ; ou Teukros, Pd. N. 4, 47 ||
E Gén. épq. -αο [] Il. 11, 542 ; 17, 235 ; Od. 11, 543, etc. ; dor. Τελαμωνιάδας, α [ᾰδᾱ] Pd. N. 4, 47 ; I. 5, 26 (patr. de Τελαμών 1).