Τενεάτης

Τενέδιος

Τένεδος
Τενέδιος, α, ον, de Ténédos, Hdt. 1, 151 ; Thc. 3, 2 ; 7, 57 ; Xén. Hell. 5, 1, 7, etc.
Étym. Τένεδος.