Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θαλασσερός
Θαλασσέρως
θαλασσεύω
Θαλασσ·έρως,
ωτος
(
ὁ
) [
θᾰ
] Amant-de-la-mer,
n. de pêcheur,
Alciphr.
1, 18
.
Étym.
θάλασσα
,
ἐράω
.