θειογραφικός

Θειοδάμας

θειοδάμη
Θειο·δάμας, αντος () [δᾰ]
1 Théiodamas, roi des Dryopes, A. Rh. 1, 1213 ; Call. H. 3, 161, etc. ||
2 autres, Q. Sm. 1, 292, etc. (θεῖος 2, δαμάω).