Θεμίσκυρα

Θεμισκύρειος

Θεμισκύρη
Θεμισκύρειος, α ou ος, ον [] de Thémiskyra, A. Rh. 2, 997 ||
E Fém. -ος, A. Rh. 2, 371.
Étym. v. le préc.