Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Θεμιστοκλέης
Θεμιστόκλειος
Θεμιστοκλῆς
Θεμιστόκλειος,
ος, ον,
de Thémistocle,
Plut.
Ages. c. Pomp.
4 ;
τὸ Θεμιστόκλειον
, tombeau de Thémistocle,
Arstt.
H.A.
6, 15
.
Étym.
Θεμιστοκλῆς
.