Θεοχάρης

Θεοχαρίδας

θεοχόλωτος
*Θεοχαρίδας, seul. éol. Θευχαρίδας, α () [ᾰῐᾱ] Theukharidas, h. Thcr. Idyl. 2, 70.
Étym. patr. du préc.